- περιάμφοδος
- περι-άμφ-οδος, von allen Seiten zu umgehen, bes. von freistehenden großen Gebäuden od. ganzen Straßenvierteln, insula der Lateiner
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιάμφοδος — having a way all round it masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιάμφοδος — ον, Α (για οικοδομές ή μεγάλα τμήματα πόλης) αυτός που έχει δρόμους προς όλα τα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἄμφοδος «οδός, δρόμος»] … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek